ψηφίδιον

ψηφίδιον
τὸ, Α
υποκορ. τ. τού ψήφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. στολ-ίδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψηφιδίων — ψηφίδιον a little pebble neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφίδια — ψηφίδιον a little pebble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”